- ὡραϊστής
- ὡρᾱϊστής, οῦ, ὁ,A fop, AB225, Hsch. s.v. βαυκιζόμενος, EM192.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὡραιστής — fop masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωραϊστής — ὁ, Α [ὡραΐζω, ομαι] αυτός που τού αρέσει πολύ ο καλλωπισμός … Dictionary of Greek
ὡραιστήν — ὡραιστής fop masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στείνων — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὡραϊστής, καὶ ἐπ αὐτῷ ἀρέσκων» … Dictionary of Greek